Έβλεπες κόσμο να περνάει. Διάφορους άγνωστους. Όχι κάποιας εξίσωσης. Μάλλον κάποιας ζωής. Δανεικής. Σκέφτηκα ότι ζούσες μέσα απ’ τις ιστορίες που έπλαθες για τον καθέναν τους. Έπιανες μια στιγμή την ματιά τους και την έβαζες μέσα στο ζυμωτήρι του μυαλού σου. Έβγαζες πάντα κάτι διαφορετικό από κει μέσα.
Το στόλιζες και πήγαινες στο επόμενο. Παραγωγή αγωγής. Τα στοιχεία που χρειαζόσουν προφανώς λιτά όπως και η ψυχή σου. Περίτεχνα λιτή. Μαθημένη. Παρατημένη. Γράμματα μπορεί να μην ήξερες αλλά το μυαλό σου ήταν σχολείο ανώτατης εκπαίδευσης.Ίσως λόγω της παίδευσης των τόσων ετών που κουβαλούσες κάθε πρωί μαζί σου. Στάθηκα και σε κοιτούσα. Με είχες αντιληφθεί. Με ρώτησες τι κοιτάζω. Δεν σου απάντησα. Ντράπηκα. Ήθελα να πιάσω κουβέντα μαζί σου, το γιατί μην με ρωτήσεις. Με κοίταξες και μετά το βλέμμα σου μπήκε πάλι στην θάλασσα. Μαζί της ίσως και να έπλεξες την δική μου ιστορία. Άραγε ποια να ήταν; Θα είχε σχέση με την πραγματική; Σηκώθηκες αργά και έκανες να μπεις στο μικρό σου σπιτάκι. Με κοίταξες για ακόμη μια φορά. Μάλλον στόλιζες αυτό που έπλασες για να πας παρακάτω. Στον επόμενο. Γύρισα σε μια παρέα που καθόταν δίπλα. Δεν κατάλαβα για πότε ήρθες κοντά μου. ‘Μου μοιάζεις το ξέρεις;’ άκουσα την φωνή σου να λέει. ‘Τι εννοείτε;’ ρώτησα χαμηλόφωνα. ‘Ψάχνω χρόνια τώρα, απ’ την φωλιά που έχτισα με τα ίδια μου τα φτερά, να βρω στοιχεία μου σε περαστικούς. Τους κοιτώ και προσπαθώ να με δω. Έμαθα πολλά χάρη σε πολλούς από δαύτους. Είδα συμπεριφορές. Είδα ζωές. Είδα εμένα.’ είπες κοιτώντας το θρόισμα στα φύλλα ενός γέρικου δέντρου. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσες να μιλάς έτσι. Λυρικά. Μεστά. Γεμάτα. Δεν ήταν το σώμα που μιλούσε θαρρείς, αλλά η ψυχή. Τα φτερά σου. Σε κοίταξα. Με κοίταξες κατάματα τότε και μου είπες ‘Με καταλαβαίνεις έτσι δεν είναι; Κι εσύ το ίδιο κάνεις. Άλλαξαν οι εποχές, μεγάλωσαν, αλλά είναι κάποια πράγματα που λες και μένουνε πάντα παιδιά. Κοίτα να μαθαίνεις. Λιτές απαντήσεις θέλουν γενναίες ερωτήσεις. Α, και ρώτα μόνο εσένα πια. Κανείς άλλος δεν θα σου απαντήσει, όπως εσύ. Δεν είναι εγωισμός. Θάρρος είναι. Ίσως και θράσος. Άλλωστε η ζωή θέλει και τα δυο, κορίτσι μου.’ μου είπες και ξεκίνησες να φύγεις. ‘Ευχαριστώ.’ είπα και ντράπηκα. Ντράπηκα γιατί δεν βρήκα κάτι άλλο πιο μεγάλο να πω. Κοντοστάθηκες, γύρισες, χαμογέλασες. Και έπειτα βάδισες αργά όπως βαδίζουν τα όνειρα. Σκυφτή όπως σκυφτή είναι η αρετή. Μόνη όπως μόνη είναι η αγάπη. Σε βήματα νέας ζωής πατούσες όμως πια, στρωμένα απ’ τα δικά σου τα χαμένα τα φτερά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου